- ερωτοπάθεια
- η (Μ ἐρωτοπάθεια)το να ερωτεύεται κάποιος με πάθος, η σφοδρή ερωτική επιθυμίανεοελλ.1. έντονη κλίση, διάθεση προς τον έρωτα2. η παθολογική κατάσταση τής ερωτομανίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτοπαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς συζητήσεων].
Dictionary of Greek. 2013.